Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διεπέφραδε
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
View word page
διέστησαν
3 pl. aor. διίστημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέστησαν
Headword (normalized):
διέστησαν
Headword (normalized/stripped):
διεστησαν
IDX:
2274
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2275
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. διίστημι.</p>'}