Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διέπερσε
διεπέφραδε
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
View word page
διέσταμεν
1 pl. pf. διίστημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέσταμεν
Headword (normalized):
διέσταμεν
Headword (normalized/stripped):
διεσταμεν
IDX:
2273
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2274
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. pf. διίστημι.</p>'}