Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διέξειμι
διεξερέομαι
διεξίμεναι
διέπερσε
διεπέφραδε
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
View word page
διέρχομαι

[δι-, δια- 1, δια- 2.]

Fut. infin. διελεύσεσθαι Il. 13.144, Od. 3.263.

3 sing. aor. διῆλθε Il. 23.876: Od. 19.453.

3 pl. opt. διέλθοιεν Il. 10.492.

Infin. διελθέμεν Od. 3.100, Il. 24.716: Od. 7.304.

ShortDef

to go through, pass through

Debugging

Headword:
διέρχομαι
Headword (normalized):
διέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
διερχομαι
IDX:
2270
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2271
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 1, δια- 2.]</p> <p>Fut. infin. διελεύσεσθαι Il. 13.144, Od. 3.263.</p> <p>3 sing. aor. διῆλθε Il. 23.876: Od. 19.453.</p> <p>3 pl. opt. διέλθοιεν Il. 10.492.</p> <p>Infin. διελθέμεν Od. 3.100, Il. 24.716: Od. 7.304.</p>'}