Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
διέξειμι
διεξερέομαι
διεξίμεναι
διέπερσε
διεπέφραδε
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
View word page
διέπω

[δι-, δια- 10 + ἕπω1.]

ShortDef

to manage

Debugging

Headword:
διέπω
Headword (normalized):
διέπω
Headword (normalized/stripped):
διεπω
IDX:
2267
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2268
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 10 + ἕπω1.]</p>'}