Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διελέξατο
διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
διέξειμι
διεξερέομαι
διεξίμεναι
διέπερσε
διεπέφραδε
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
View word page
διέπτατο
3 sing. aor. διαπέτομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέπτατο
Headword (normalized):
διέπτατο
Headword (normalized/stripped):
διεπτατο
IDX:
2266
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2267
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. διαπέτομαι.</p>'}