Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
διέκριθεν
διελαύνω
διελέξατο
διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
διέξειμι
διεξερέομαι
διεξίμεναι
διέπερσε
διεπέφραδε
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
View word page
διέξειμι
[δι-, δια- 1 + ἐξ- 1 + εἶμι.]
Infin. (in fut. sense) διεξίμεναι.
ShortDef
go through, tell in detail
Debugging
Headword:
διέξειμι
Headword (normalized):
διέξειμι
Headword (normalized/stripped):
διεξειμι
IDX:
2260
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2261
Key:
Data
{'content': '<p>[δι-, δια- 1 + ἐξ- 1 + εἶμι.]</p> <p>Infin. (in fut. sense) διεξίμεναι.</p>'}