Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
διέκριθεν
διελαύνω
διελέξατο
διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
διέξειμι
διεξερέομαι
διεξίμεναι
διέπερσε
διεπέφραδε
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
View word page
δίεμαι

[cf. δίον2, διώκω.]

Aor. sub. δίωμαι Od. 21.370.

3 sing. δίηται Il. 6.197, Il. 15.681, Il. 16.246, Il. 22.189, 456.

3 pl. δίωνται Il. 17.110.

3 sing. opt. δίοιτο Od. 17.317.

(ἀπο-, ἐνδίημι.)

ShortDef

to flee, speed

Debugging

Headword:
δίεμαι
Headword (normalized):
δίεμαι
Headword (normalized/stripped):
διεμαι
IDX:
2259
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2260
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. δίον2, διώκω.]</p> <p>Aor. sub. δίωμαι Od. 21.370.</p> <p>3 sing. δίηται Il. 6.197, Il. 15.681, Il. 16.246, Il. 22.189, 456.</p> <p>3 pl. δίωνται Il. 17.110.</p> <p>3 sing. opt. δίοιτο Od. 17.317.</p> <p>(ἀπο-, ἐνδίημι.)</p>'}