Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
διέκριθεν
διελαύνω
διελέξατο
διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
διέξειμι
διεξερέομαι
διεξίμεναι
διέπερσε
διεπέφραδε
View word page
διέκριθεν
3 pl. aor. pass. διακρίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέκριθεν
Headword (normalized):
διέκριθεν
Headword (normalized/stripped):
διεκριθεν
IDX:
2254
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2255
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. pass. διακρίνω.</p>'}