Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
διέκριθεν
διελαύνω
διελέξατο
διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
διέξειμι
διεξερέομαι
View word page
διείπομεν

1 pl. impf. διέπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διείπομεν
Headword (normalized):
διείπομεν
Headword (normalized/stripped):
διειπομεν
IDX:
2251
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2252
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. impf. διέπω.</p>'}