Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
διέκριθεν
διελαύνω
διελέξατο
διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
διέξειμι
View word page
δίειπε

contr. imp. διαεῖπον.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίειπε
Headword (normalized):
δίειπε
Headword (normalized/stripped):
διειπε
IDX:
2250
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2251
Key:

Data

{'content': '<p>contr. imp. διαεῖπον.</p>'}