Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
διέκριθεν
διελαύνω
διελέξατο
διελεύσεσθαι
διελθέμεν
δίεμαι
View word page
διεέργω

[δι-, δια- 6.]

To keep apart, separate Il. 12.424.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεέργω
Headword (normalized):
διεέργω
Headword (normalized/stripped):
διεεργω
IDX:
2249
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2250
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 6.]</p> <p>To keep apart, separate Il. 12.424.</p>'}