Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
διέκριθεν
διελαύνω
View word page
διδυμάων

[as δίδυμος.]

Only in dual and pl. Twin: διδυμάονε παῖδε Il. 5.548, Il. 7.26.– (The) twins: (́γπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν Il. 16.672 = 682.

ShortDef

twin-brothers, twins

Debugging

Headword:
διδυμάων
Headword (normalized):
διδυμάων
Headword (normalized/stripped):
διδυμαων
IDX:
2245
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2246
Key:

Data

{'content': '<p>[as δίδυμος.]</p> <p>Only in dual and pl. Twin: διδυμάονε παῖδε Il. 5.548, Il. 7.26.– (The) twins: (́γπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν Il. 16.672 = 682.</p>'}