Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
διέκ
View word page
διδάσκω

[redup. fr. δα-, δάω.]

3 sing. aor. (ἐδίδαξε Il. 5.51, Il. 11.832: Od. 8.481, 488.

1 pl. διδάξαμεν Od. 22.422.

3 pl. ἐδίδαξαν Il. 23.307.

Pf. infin. pass. δεδιδάχθαι Il. 11.831.

ShortDef

to teach

Debugging

Headword:
διδάσκω
Headword (normalized):
διδάσκω
Headword (normalized/stripped):
διδασκω
IDX:
2243
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2244
Key:

Data

{'content': '<p>[redup. fr. δα-, δάω.]</p> <p>3 sing. aor. (ἐδίδαξε Il. 5.51, Il. 11.832: Od. 8.481, 488.</p> <p>1 pl. διδάξαμεν Od. 22.422.</p> <p>3 pl. ἐδίδαξαν Il. 23.307.</p> <p>Pf. infin. pass. δεδιδάχθαι Il. 11.831.</p>'}