Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
διείπομεν
διείρομαι
View word page
διαχέω

[δια- 5.]

3 pl. aor. διέχευαν.

ShortDef

to pour different ways, to disperse

Debugging

Headword:
διαχέω
Headword (normalized):
διαχέω
Headword (normalized/stripped):
διαχεω
IDX:
2242
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2243
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 5.]</p> <p>3 pl. aor. διέχευαν.</p>'}