Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαστήτην
διασχίζω
διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
δίειπε
View word page
διαφράζω

[δια- 9.]

3 sing. aor. διεπέφραδε.

ShortDef

to speak distinctly, tell plainly

Debugging

Headword:
διαφράζω
Headword (normalized):
διαφράζω
Headword (normalized/stripped):
διαφραζω
IDX:
2240
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2241
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 9.]</p> <p>3 sing. aor. διεπέφραδε.</p>'}