Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διασκοπιάομαι
διαστήτην
διασχίζω
διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
διεέργω
View word page
διαφθείρω
[δια- 10.]
3 sing. fut. διαφθέρσει Il. 13.625.
2 sing. pf. διέφθορας Il. 15.128.
ShortDef
to destroy, ruin; to corrupt
Debugging
Headword:
διαφθείρω
Headword (normalized):
διαφθείρω
Headword (normalized/stripped):
διαφθειρω
IDX:
2239
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2240
Key:
Data
{'content': '<p>[δια- 10.]</p> <p>3 sing. fut. διαφθέρσει Il. 13.625.</p> <p>2 sing. pf. διέφθορας Il. 15.128.</p>'}