Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διασκίδνημι
διασκοπιάομαι
διαστήτην
διασχίζω
διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
διέδραμον
View word page
διαφαίνω

[δια- 1 10.]

In pass.

ShortDef

to shew through, let

Debugging

Headword:
διαφαίνω
Headword (normalized):
διαφαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαφαινω
IDX:
2238
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2239
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 1 10.]</p> <p>In pass.</p>'}