Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διασκεδάννυμι
διασκίδνημι
διασκοπιάομαι
διαστήτην
διασχίζω
διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
δίδυμος
δίδωμι
View word page
διατρυφέν
nom. sing. neut. aor. pple. pass. διαθρύπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διατρυφέν
Headword (normalized):
διατρυφέν
Headword (normalized/stripped):
διατρυφεν
IDX:
2237
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2238
Key:
Data
{'content': '<p>nom. sing. neut. aor. pple. pass. διαθρύπτω.</p>'}