Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαρρίπτω
διασεύω
διασκεδάννυμι
διασκίδνημι
διασκοπιάομαι
διαστήτην
διασχίζω
διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
δίδημι
διδυμάων
View word page
διατρίβω

[δια- 10.]

ShortDef

to rub between, rub hard, rub away, consume, waste

Debugging

Headword:
διατρίβω
Headword (normalized):
διατρίβω
Headword (normalized/stripped):
διατριβω
IDX:
2235
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2236
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 10.]</p>'}