Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαρπάζω
διαρραίω
διαρρίπτω
διασεύω
διασκεδάννυμι
διασκίδνημι
διασκοπιάομαι
διαστήτην
διασχίζω
διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
διαφαίνω
διαφθείρω
διαφράζω
διαφύσσω
διαχέω
διδάσκω
View word page
διατρέχω

[δια- 2.]

3 pl. aor. διέδραμον Od. 3.177.

3 sing. opt. διαδράμοι Od. 5.100.

To run over, traverse.

With acc.: κέλευθα Od. 3.177. Cf. Od. 5.100.

ShortDef

to run across

Debugging

Headword:
διατρέχω
Headword (normalized):
διατρέχω
Headword (normalized/stripped):
διατρεχω
IDX:
2233
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2234
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 2.]</p> <p>3 pl. aor. διέδραμον Od. 3.177.</p> <p>3 sing. opt. διαδράμοι Od. 5.100.</p> <p>To run over, traverse.</p> <p>With acc.: κέλευθα Od. 3.177. Cf. Od. 5.100.</p>'}