Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαπορθέω
διαπραθέειν
διαπράσσω
διαπρό
διαπρύσιον
διαπτοιέω
διαρπάζω
διαρραίω
διαρρίπτω
διασεύω
διασκεδάννυμι
διασκίδνημι
διασκοπιάομαι
διαστήτην
διασχίζω
διατμήγω
διατρέχω
διατρέω
διατρίβω
διατρύγιος
διατρυφέν
View word page
διασκεδάννυμι

[δια- 4.]

3 sing. aor. διεσκέδασε Od. 5.369, 370, Od. 6.275.

3 sing. opt. διασκεδάσειε Od. 17.244.

To scatter, disperse Od. 5.369, 370.

To break up into its component parts and disperse these: σχεδίην Od. 6.275.

To scatter to the winds, make an end of: ἀγλαΐας Od. 17.244.

ShortDef

to scatter abroad, scatter to the winds, disperse

Debugging

Headword:
διασκεδάννυμι
Headword (normalized):
διασκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
διασκεδαννυμι
IDX:
2227
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2228
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 4.]</p> <p>3 sing. aor. διεσκέδασε Od. 5.369, 370, Od. 6.275.</p> <p>3 sing. opt. διασκεδάσειε Od. 17.244.</p> <p>To scatter, disperse Od. 5.369, 370.</p> <p>To break up into its component parts and disperse these: σχεδίην Od. 6.275.</p> <p>To scatter to the winds, make an end of: ἀγλαΐας Od. 17.244.</p>'}