Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διαμετρητός
διαμοιράομαι
διαμπερές
διάνδιχα
διανύω
διαπέρθω
διαπέτομαι
διαπλήσσω
διαπορθέω
διαπραθέειν
διαπράσσω
διαπρό
διαπρύσιον
διαπτοιέω
διαρπάζω
διαρραίω
διαρρίπτω
διασεύω
διασκεδάννυμι
διασκίδνημι
διασκοπιάομαι
View word page
διαπράσσω
[δια- 10.]
Aor. opt. διαπρήξαιμι Od. 14.197.
ShortDef
to pass over; bring about, accomplish
Debugging
Headword:
διαπράσσω
Headword (normalized):
διαπράσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπρασσω
IDX:
2219
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2220
Key:
Data
{'content': '<p>[δια- 10.]</p> <p>Aor. opt. διαπρήξαιμι Od. 14.197.</p>'}