Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
διαμετρητός
διαμοιράομαι
διαμπερές
διάνδιχα
διανύω
διαπέρθω
διαπέτομαι
διαπλήσσω
διαπορθέω
διαπραθέειν
διαπράσσω
διαπρό
διαπρύσιον
διαπτοιέω
διαρπάζω
διαρραίω
διαρρίπτω
διασεύω
View word page
διαπλήσσω

[δια- 5.]

Aor. infin. διαπλῆξαι Od. 8.507.

To split: δρῦς Il. 23.120.

To split in pieces Od. 8.507.

ShortDef

to break

Debugging

Headword:
διαπλήσσω
Headword (normalized):
διαπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπλησσω
IDX:
2216
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2217
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 5.]</p> <p>Aor. infin. διαπλῆξαι Od. 8.507.</p> <p>To split: δρῦς Il. 23.120.</p> <p>To split in pieces Od. 8.507.</p>'}