Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
διαμετρητός
διαμοιράομαι
διαμπερές
διάνδιχα
διανύω
διαπέρθω
διαπέτομαι
διαπλήσσω
διαπορθέω
διαπραθέειν
διαπράσσω
διαπρό
διαπρύσιον
διαπτοιέω
διαρπάζω
διαρραίω
διαρρίπτω
View word page
διαπέτομαι

[δια- 2.]

3 sing. aor. διέπτατο.

ShortDef

fly through

Debugging

Headword:
διαπέτομαι
Headword (normalized):
διαπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπετομαι
IDX:
2215
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2216
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 2.]</p> <p>3 sing. aor. διέπτατο.</p>'}