Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
διαμετρητός
διαμοιράομαι
διαμπερές
διάνδιχα
διανύω
διαπέρθω
διαπέτομαι
διαπλήσσω
διαπορθέω
διαπραθέειν
διαπράσσω
διαπρό
διαπρύσιον
διαπτοιέω
διαρπάζω
View word page
διανύω

[δι-, δια- 10.]

3 sing. aor. διήνῦσε.

ShortDef

to bring quite to an end, accomplish, finish

Debugging

Headword:
διανύω
Headword (normalized):
διανύω
Headword (normalized/stripped):
διανυω
IDX:
2213
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2214
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 10.]</p> <p>3 sing. aor. διήνῦσε.</p>'}