Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διακείρω
διακλάω
διακοσμέω
διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
διαμετρητός
διαμοιράομαι
διαμπερές
διάνδιχα
διανύω
διαπέρθω
διαπέτομαι
διαπλήσσω
διαπορθέω
διαπραθέειν
διαπράσσω
διαπρό
View word page
διαμοιράομαι

[δια- 10 + μοιράω, to divide, fr. μοῖρα.]

ShortDef

portion out

Debugging

Headword:
διαμοιράομαι
Headword (normalized):
διαμοιράομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμοιραομαι
IDX:
2210
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2211
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 10 + μοιράω, to divide, fr. μοῖρα.]</p>'}