Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
διαίνω
διακείρω
διακλάω
διακοσμέω
διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
διαμετρητός
διαμοιράομαι
διαμπερές
διάνδιχα
διανύω
View word page
διακριδόν
[διακρίνω.]
ShortDef
eminently, above all
Debugging
Headword:
διακριδόν
Headword (normalized):
διακριδόν
Headword (normalized/stripped):
διακριδον
IDX:
2203
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2204
Key:
Data
{'content': '<p>[διακρίνω.]</p>'}