Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
διαίνω
διακείρω
διακλάω
διακοσμέω
διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
διαμετρητός
διαμοιράομαι
View word page
διακείρω

[δια- 10.]

Aor. infin. διακέρσαι.

ShortDef

to cut through; cut, shave off completely

Debugging

Headword:
διακείρω
Headword (normalized):
διακείρω
Headword (normalized/stripped):
διακειρω
IDX:
2200
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2201
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 10.]</p> <p>Aor. infin. διακέρσαι.</p>'}