Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
διαίνω
διακείρω
διακλάω
διακοσμέω
διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
διαμετρητός
View word page
διαίνω
3 sing. aor. ἐδίηνε Il. 22.495.
To wet, moisten Il. 13.30, Il. 21.202, Il. 22.495.
ShortDef
to wet, moisten
Debugging
Headword:
διαίνω
Headword (normalized):
διαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαινω
IDX:
2199
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2200
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐδίηνε Il. 22.495.</p> <p>To wet, moisten Il. 13.30, Il. 21.202, Il. 22.495.</p>'}