Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
διαίνω
διακείρω
διακλάω
διακοσμέω
διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
διαμετρέω
View word page
διαθρύπτω

[δια- 5 + θρύπτω, to break.]

Nom. sing. neut. aor. pple. pass. διατρυφέν.

ShortDef

to break in sunder, break in pieces, shiver

Debugging

Headword:
διαθρύπτω
Headword (normalized):
διαθρύπτω
Headword (normalized/stripped):
διαθρυπτω
IDX:
2198
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2199
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 5 + θρύπτω, to break.]</p> <p>Nom. sing. neut. aor. pple. pass. διατρυφέν.</p>'}