Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διαγιγνώσκω
διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
διαίνω
διακείρω
διακλάω
διακοσμέω
διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
διᾶμάω
View word page
διαθειόω
[δια- 10 + θειόω = θεειόω.]
ShortDef
to fumigate thoroughly
Debugging
Headword:
διαθειόω
Headword (normalized):
διαθειόω
Headword (normalized/stripped):
διαθειοω
IDX:
2197
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2198
Key:
Data
{'content': '<p>[δια- 10 + θειόω = θεειόω.]</p>'}