Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διαβαίνω
διαγιγνώσκω
διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
διαίνω
διακείρω
διακλάω
διακοσμέω
διακριδόν
διακρίνω
διάκτορος
διαλέγομαι
View word page
διάημι

[δι-, δια- 1.]

3 sing. impf. διάη.

ShortDef

to blow through

Debugging

Headword:
διάημι
Headword (normalized):
διάημι
Headword (normalized/stripped):
διαημι
IDX:
2196
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2197
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 1.]</p> <p>3 sing. impf. διάη.</p>'}