Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δησάσκετο
δῆσε
δῆσε
δῃωθείς
δῃῶν
δῃώσειν
διά
διαβαίνω
διαγιγνώσκω
διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
διαίνω
View word page
διάγω

[δι-, δια- 3.]

3 pl. aor. διήγαγον.

ShortDef

to carry over

Debugging

Headword:
διάγω
Headword (normalized):
διάγω
Headword (normalized/stripped):
διαγω
IDX:
2189
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2190
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 3.]</p> <p>3 pl. aor. διήγαγον.</p>'}