Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δηρός
δησάσκετο
δῆσε
δῆσε
δῃωθείς
δῃῶν
δῃώσειν
διά
διαβαίνω
διαγιγνώσκω
διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
διαθειόω
διαθρύπτω
View word page
διαγλάφω
[δια- 10 + γλάφω = γλύφω, to cut out, carve. Cf. γλυφίς, γλαφυρός.]
Fem. aor. pple. διαγλάψασα.
ShortDef
to scoop out
Debugging
Headword:
διαγλάφω
Headword (normalized):
διαγλάφω
Headword (normalized/stripped):
διαγλαφω
IDX:
2188
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2189
Key:
Data
{'content': '<p>[δια- 10 + γλάφω = γλύφω, to cut out, carve. Cf. γλυφίς, γλαφυρός.]</p> <p>Fem. aor. pple. διαγλάψασα.</p>'}