Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δηρίομαι
δῆρις
δηρός
δησάσκετο
δῆσε
δῆσε
δῃωθείς
δῃῶν
δῃώσειν
διά
διαβαίνω
διαγιγνώσκω
διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
διάημι
View word page
διαβαίνω

[δια- 3.]

Aor. pple. διαβάς Il. 12.458.

Infin. διαβήμεναι Od. 4.635.

To pass over, cross.

With acc.: τάφρον Il. 12.50.

Absol., to cross over: ἐς?̓́ηλιδα Od. 4.635.–εὖ διαβάς, with the legs set well apartIl. 12.458.

ShortDef

to cross (a river, etc.); to stand with feet apart

Debugging

Headword:
διαβαίνω
Headword (normalized):
διαβαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαβαινω
IDX:
2186
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2187
Key:

Data

{'content': '<p>[δια- 3.]</p> <p>Aor. pple. διαβάς Il. 12.458.</p> <p>Infin. διαβήμεναι Od. 4.635.</p> <p>To pass over, cross.</p> <p>With acc.: τάφρον Il. 12.50.</p> <p>Absol., to cross over: ἐς?̓́ηλιδα Od. 4.635.–εὖ διαβάς, with the legs set well apartIl. 12.458.</p>'}