Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δηριάομαι
δηρίομαι
δῆρις
δηρός
δησάσκετο
δῆσε
δῆσε
δῃωθείς
δῃῶν
δῃώσειν
διά
διαβαίνω
διαγιγνώσκω
διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
διαδηλέομαι
διαδράκοι
διαδράμοι
διαείδω
διαεῖπον
View word page
διά

ShortDef

through c. gen.; because of c. acc.

Debugging

Headword:
διά
Headword (normalized):
διά
Headword (normalized/stripped):
δια
IDX:
2185
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2186
Key:

Data

{'content': ''}