Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δῆμος
δήν
δηναιός
δήνεα
δῄουν
δηριάομαι
δηρίομαι
δῆρις
δηρός
δησάσκετο
δῆσε
δῆσε
δῃωθείς
δῃῶν
δῃώσειν
διά
διαβαίνω
διαγιγνώσκω
διαγλάφω
διάγω
διαδέρκομαι
View word page
δῆσε

3 sing. aor. δέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δῆσε
Headword (normalized):
δῆσε
Headword (normalized/stripped):
δησε
IDX:
2180
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2181
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. δέω.</p>'}