Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δημοβόρος
δημογέρων
δημόθεν
δημός
δῆμος
δήν
δηναιός
δήνεα
δῄουν
δηριάομαι
δηρίομαι
δῆρις
δηρός
δησάσκετο
δῆσε
δῆσε
δῃωθείς
δῃῶν
δῃώσειν
διά
διαβαίνω
View word page
δηρίομαι

[as δηριάομαι.]

3 pl. aor. δηρίσαντο Od. 8.76.

3 dual aor. δηρινθήτην Il. 16.756. = δηριάομαι.

ShortDef

contend with

Debugging

Headword:
δηρίομαι
Headword (normalized):
δηρίομαι
Headword (normalized/stripped):
δηριομαι
IDX:
2176
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2177
Key:

Data

{'content': '<p>[as δηριάομαι.]</p> <p>3 pl. aor. δηρίσαντο Od. 8.76.</p> <p>3 dual aor. δηρινθήτην Il. 16.756. = δηριάομαι.</p>'}