Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δήϊος
δηϊοτής
δηϊόω
δηλέομαι
δήλημα
δηλήμων
δῆλος
δημιοεργός
δήμιος
δημοβόρος
δημογέρων
δημόθεν
δημός
δῆμος
δήν
δηναιός
δήνεα
δῄουν
δηριάομαι
δηρίομαι
δῆρις
View word page
δημογέρων

-οντος

[δῆμος + γέρων.]

= γέρων 4 Il. 3.149, Il. 11.372.

ShortDef

an elder of the people, chief

Debugging

Headword:
δημογέρων
Headword (normalized):
δημογέρων
Headword (normalized/stripped):
δημογερων
IDX:
2167
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2168
Key:

Data

{'content': '<p>-οντος</p> <p>[δῆμος + γέρων.]</p> <p>= γέρων 4 Il. 3.149, Il. 11.372.</p>'}