Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δηθά
δηθύνω
δήϊος
δήϊος
δηϊοτής
δηϊόω
δηλέομαι
δήλημα
δηλήμων
δῆλος
δημιοεργός
δήμιος
δημοβόρος
δημογέρων
δημόθεν
δημός
δῆμος
δήν
δηναιός
δήνεα
δῄουν
View word page
δημιοεργός
ὁ
[δήμιος + ἔργον.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δημιοεργός
Headword (normalized):
δημιοεργός
Headword (normalized/stripped):
δημιοεργος
IDX:
2164
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2165
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[δήμιος + ἔργον.]</p>'}