Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δέψω
δέω
δή
δήεις
δηθά
δηθύνω
δήϊος
δήϊος
δηϊοτής
δηϊόω
δηλέομαι
δήλημα
δηλήμων
δῆλος
δημιοεργός
δήμιος
δημοβόρος
δημογέρων
δημόθεν
δημός
δῆμος
View word page
δηλέομαι
3 sing. aor. subj. δηλήσηται Il. 3.107.
(δια-.)
ShortDef
to hurt, do a mischief to
[lexical cite]
Debugging
Headword:
δηλέομαι
Headword (normalized):
δηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
δηλεομαι
IDX:
2160
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2161
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. δηλήσηται Il. 3.107.</p> <p>(δια-.)</p>'}