Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
δεῦρο
δεύτατος
δεῦτε
δεύτερος
δεύω1
δεύω2
δέχομαι
δέψω
δέω
δή
δήεις
δηθά
δηθύνω
δήϊος
δήϊος
View word page
δεύω1

Pa. iterative δεύεσκον Od. 6.260.

(κατα-.)

ShortDef

to wet, drench
to miss, want

Debugging

Headword:
δεύω1
Headword (normalized):
δεύω
Headword (normalized/stripped):
δευω1
IDX:
2147
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2148
Key:

Data

{'content': '<p>Pa. iterative δεύεσκον Od. 6.260.</p> <p>(κατα-.)</p>'}