Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
δεῦρο
δεύτατος
δεῦτε
δεύτερος
δεύω1
δεύω2
δέχομαι
δέψω
δέω
δή
δήεις
δηθά
δηθύνω
View word page
δεῦτε

= δεῦρο. Used in dual and pl. contexts.

ShortDef

hither! come on! come here!

Debugging

Headword:
δεῦτε
Headword (normalized):
δεῦτε
Headword (normalized/stripped):
δευτε
IDX:
2145
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2146
Key:

Data

{'content': '<p>= δεῦρο. Used in dual and pl. contexts.</p>'}