Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
δεῦρο
δεύτατος
δεῦτε
δεύτερος
δεύω1
δεύω2
δέχομαι
δέψω
δέω
δή
δήεις
δηθά
View word page
δεύτατος

[superl. to δεύτερος.]

ShortDef

the last

Debugging

Headword:
δεύτατος
Headword (normalized):
δεύτατος
Headword (normalized/stripped):
δευτατος
IDX:
2144
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2145
Key:

Data

{'content': '<p>[superl. to δεύτερος.]</p>'}