Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
δεῦρο
δεύτατος
δεῦτε
δεύτερος
δεύω1
δεύω2
δέχομαι
δέψω
δέω
δή
View word page
δευήσεαι

2 sing. fut. δεύομαι. See δεύω2.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δευήσεαι
Headword (normalized):
δευήσεαι
Headword (normalized/stripped):
δευησεαι
IDX:
2142
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2143
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. fut. δεύομαι. See δεύω2.</p>'}