Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
δεῦρο
δεύτατος
δεῦτε
δεύτερος
δεύω1
δεύω2
δέχομαι
δέψω
View word page
δέσποινα

-ης, ἡ

[δεσ-, house + a second element conn. with πόσις1 Cf. δεσπότης, master, πότνια; also δασπλῆτις.]

ShortDef

the mistress, lady of the house

Debugging

Headword:
δέσποινα
Headword (normalized):
δέσποινα
Headword (normalized/stripped):
δεσποινα
IDX:
2140
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2141
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[δεσ-, house + a second element conn. with πόσις1 Cf. δεσπότης, master, πότνια; also δασπλῆτις.]</p>'}