Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
δεῦρο
δεύτατος
δεῦτε
δεύτερος
δεύω1
δεύω2
δέχομαι
View word page
δεσμός

[δεσ-, δέω.]

Pl. δέσματα Od. 1.204.

Acc. δέσματα Il. 22.468: Od. 8.278.

ShortDef

anything for binding, a band, bond

Debugging

Headword:
δεσμός
Headword (normalized):
δεσμός
Headword (normalized/stripped):
δεσμος
IDX:
2139
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2140
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[δεσ-, δέω.]</p> <p>Pl. δέσματα Od. 1.204.</p> <p>Acc. δέσματα Il. 22.468: Od. 8.278.</p>'}