Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δενδρήεις
δέξατο
δεξιός
δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
δεῦρο
δεύτατος
δεῦτε
δεύτερος
View word page
δερμάτινος
[δερματ-, δέρμα.]
Leathern: τροποῖς Od. 4.782 = Od. 8.53.
ShortDef
of skin, leathern
Debugging
Headword:
δερμάτινος
Headword (normalized):
δερμάτινος
Headword (normalized/stripped):
δερματινος
IDX:
2136
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2137
Key:
Data
{'content': '<p>[δερματ-, δέρμα.]</p> <p>Leathern: τροποῖς Od. 4.782 = Od. 8.53.</p>'}