Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δέμνιον
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δέξατο
δεξιός
δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
δευήσεαι
View word page
δέος
τό
(δϝέος)
[δϝι-, δείδοικα.]
Genit. δείους Il. 10.376, Il. 15.4.
ShortDef
fear, alarm
Debugging
Headword:
δέος
Headword (normalized):
δέος
Headword (normalized/stripped):
δεος
IDX:
2132
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2133
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>(δϝέος)</p> <p>[δϝι-, δείδοικα.]</p> <p>Genit. δείους Il. 10.376, Il. 15.4.</p>'}