Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δέμας
δέμνιον
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δέξατο
δεξιός
δεξιτερός
δέξο
δέξομαι
δέος
δέπας
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρτρον
δέρω
δεσμός
δέσποινα
δετή
View word page
δέξομαι

fut. δέχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέξομαι
Headword (normalized):
δέξομαι
Headword (normalized/stripped):
δεξομαι
IDX:
2131
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2132
Key:

Data

{'content': '<p>fut. δέχομαι.</p>'}